- δραπετεύει
- δρᾱπετεύει , δραπετεύωrun awaypres ind mp 2nd sgδρᾱπετεύει , δραπετεύωrun awaypres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
бѣгати — БѢГА|ТИ (232), Ю, ѤТЬ гл. 1.Бежать, передвигаться бегом: Римлѩнинъ же нѣкыи ѡ(т) коньникъ нарочитыи... гонѩ на кони, въсхытивъ нѣкоѥго оуношю ѡ(т) соупротивныхъ бѣгающю крѣпка тѣломь и въѡроужена, за шию имъ и преклонивъ ѥго коню бѣгающю… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άδραστος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Άργους, γιος του Ταλαού και της Λυσιμάχης, κόρης του Άβαντα. Αδελφοί του ήταν ο Παρθενοπαίος, ο Πρώναξ, o Μηκιστεύς κι ο Αριστόμαχος. Αδελφή του ήταν η Εριφύλη. O Ταλαός σκοτώθηκε από τον συγγενή του… … Dictionary of Greek
σκοτεύω — Α [σκότος] (κατά τον Ησύχ.) α) κρύβομαι στο σκοτάδι β) «σκοτεύει δραπετεύει» … Dictionary of Greek
Παστελάς, Νικηφόρος — (10ος αι.). Βυζαντινός στρατηγός, διοικητής του θέματος των Θρακησίων της Μικράς Ασίας. Διακρίθηκε σε πολλές μάχες εναντίον των Αράβων, αιχμαλωτίστηκε πολλές φορές, αλλά πάντα κατόρθωνε να δραπετεύει. Στη διάρκεια της εκστρατείας εναντίον των… … Dictionary of Greek
Σεμπρικός, Διονύσιος — Αγωνιστής του 1821, γνωστός και ως Κατσιλίβας. Καταγόταν από τη Ζάκυνθο. Όταν κηρύχτηκε η Επανάσταση, πέρασε στην Πελοπόννησο επικεφαλής σώματος συμπατριωτών του και πήρε μέρος σε πολλές μάχες. Επειδή τραυματίστηκε, γύρισε στη Ζάκυνθο, όπου… … Dictionary of Greek